Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η μέριμνα για τους ρωσόφωνους χριστιανούς στην Ελλάδα

Στην τελευταία συνεδρία του πολυήμερου συνεδρίου με τίτλο «Ο Οικουμενικός Άγιος Σιλουανός» ομίλησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιλίου κ. Αθηναγόρας, στον Ι.Ν. Αγ. Παρασκευής Νέας Πεντέλης, το Σάββατο 6/10.

Οι ομιλίες που παρουσιάστηκαν κατά την τελευταία συνεδρία ήταν οι ακόλουθες:

  • «Η ποιμαντική μέριμνα της Εκκλησίας της Ελλάδος για τους ρωσόφωνους ορθοδόξους χριστιανούς εντός της δικαιοδοσίας της», Μητροπολίτης Ιλίου κ. Αθηναγόρας.
  • «Κατάβηθι από του Σταυρού: Ο πειρασμός της Εκκλησίας», Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος.
  • «Πώς οι προσκυνηματικές περιηγήσεις προάγουν τις ορθόδοξες και διαχριστιανικές σχέσεις», Αρχιμ. π. Σπυρίδων Κατραμάδος, Γραμ. Συνοδ. Επιτροπής Προσκυνηματικών Περιηγήσεων.
  • «Περί του Αγίου Σιλουανού», Ιερομόναχος π. Ποιμήν, Ι. Μ. Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι, Αγία Πετρούπολη, Ρωσία, Παναγιώτης Κληρίδης, Νομικός – Μέλος Δ.Σ. Συνδέσμου «Άγιος Σιλουανός».

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΙΛΙΟΥ κ. ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ

Η ποιμαντική μέριμνα της Εκκλησίας της Ελλάδος για τους ρωσόφωνους Ορθοδόξους Χριστιανούς εντός της Δικαιοδοσίας της.

           Στα πλαίσια του Συνεδρίου σας για τον Άγιο Σιλουανό και ένεκα του ότι στην Μητρόπολή μου υπάρχει μία δραστηριότητα ποιμαντικής ρωσοφώνων Ορθοδόξων, έλαβα την πρόσκληση από τους διοργανωτές του παρόντος Συνεδρίου να λάβω τον λόγο και να σας αναπτύξω συνοπτικά το θέμα : Η ποιμαντική μέριμνα της Εκκλησίας της Ελλάδος για τους ρωσόφωνους Ορθοδόξους Χριστιανούς εντός της Δικαιοδοσίας της.
            Όταν αναφερόμεθα σε ρωσόφωνους στην Ελλάδα κυρίως μιλάμε για δύο κατηγορίες ανθρώπων. Για γνήσιους ρώσους στην καταγωγή και για έλληνες μετανάστες στην Ρωσία, οι οποίοι επέστρεψα εν συνεχεία στην Ελλάδα μετά από τα φοβερά γεγονότα της κομμουνιστικής επαναστάσεως του 1917 ως εμιγκρέδες ή  αργότερα στις ημέρες μας από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και εντεύθεν, αφ’ ότου άνοιξαν τα σύνορα της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως και πολλοί Έλληνες είτε από νοσταλγία είτε επειδή θεώρησαν, ότι στην Ελλάδα θα είχαν καλύτερη ζωή ανάμεσα σε συμπατριώτες τους, επέστρεψαν σαν παλιννοστούντες.
            Αυτός ο διαχωρισμός μας καθοδηγεί να τοποθετήσουμε ιστορικά την παρουσία ρωσοφώνων στον Ελληνικό χώρο γενικά, και στην Εκκλησιαστική Δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου αρχικά και εν συνεχεία  της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η παρουσία Ρώσων στην πατρίδα μας κυρίως αφορά το Άγιον Όρος, όπου έφθασε, μόνασε και άγιασε και ο Όσιος Σιλουανός προς τιμήν του οποίου πραγματοποιείται και το παρόν Συνέδριο.
Πρόσφατα η ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος εόρτασε τα 1000 χρόνια ρωσικής παρουσίας εν Αγίω Όρει.
Όμως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από τον τουρκικό ζυγό έχουμε την εγκατάσταση Πρεσβείας της Αυτοκρατορικής Ρωσίας στην Αθήνα και την παρουσία εκπροσώπων του ρωσικού κράτους μετά των οικογενειών τους.
Το έτος 1867 ο Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος ο Α νυμφεύθηκε την μεγάλη δούκισσα της Ρωσίας Όλγα  και έτσι άρχισαν ποιό στενές σχέσεις με την Ρωσία.
Στην ιστορία μας όμως οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Ρωσίας ήταν και θερμές και ψυχρές.
Στην μακραίωνη σχέση μας έχουμε καταλάβει, ότι ο ρωσικός λαός είναι ένας λαός περήφανος, υπομονετικός, ζεστός σε σύγκριση με τους βορειοευρωπαίους, διαβάζουν πολύ, έχουν καλή κουλτούρα και μνήμη. Είναι πολύ πιο κοντά σε μας τους Έλληνες, έχουμε κοινή θρησκεία την Ορθοδοξία αλλά και πολλές κοινές πολιτιστικές σχέσεις.
Γι’αυτό πολλοί Έλληνες μεγαλούργησαν στην Ρωσία και βοήθησαν πολύ στην απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, στην επανάσταση του 1821.
Έτσι λοιπόν υπάρχουν πάρα πολλά ρωσικά ίχνη στην Ελλάδα που δεν αφορούν μόνο τις σχέσεις με το Κράτος μας αλλά και τις πνευματικές σχέσεις με την Ορθόδοξη Εκκλησία μας.
Σε πολλά μέρη της Ελλάδος υπάρχουν νεκροταφεία που αναπαύονται ρώσοι πεσόντες στις μάχες του Ναβαρίνου, του Πρώτου και του Δευτέρου Παγκοσμίων Πολέμων, υπάρχουν άπειρα μνημεία και σταυροί στα μνήματα των Ρώσων που για πάντα έμειναν στην Ελλάδα.
Η Αθήνα από τότε που ξεκίνησε η επανεκκίνηση της ως πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους το 1833, απέκτησε πολλούς τόπους με ρωσικό άρωμα.
Από νωρίς παρουσιάστηκε η ανάγκη τελέσεως της θείας λειτουργίας και των λοιπών ακολουθιών στην οικεία γλώσσα των ρώσων την σλαβονική.
Γι’ αυτό ο τότε Μητροπολίτης Αθηνών έδωσε την άδεια και ευλογία του να χρησιμοποιείται ο Ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Πλάκα, ο οποίος ταυτόχρονα ελειτουργείτο και από τους Έλληνες. Η δυσκολία να συνυπάρξουν στον ίδιο Ναό, ειδικά σε περιόδους μεγάλων Ακολουθιών προκάλεσε την αναζήτηση άλλου Ναού και ένεκα του μικρού αριθμού Ναών στην Αθήνα, αποτέλεσμα της πολιτικής των Βαυαρών, οι οποίοι έκλεισαν η κατεδάφισαν πολλούς Ναούς των Αθηνών, εκ των οποίων πλείστοι ήσαν της Βυζαντινής περιόδου και σήμερα γνωρίζουμε γι’ αυτούς από υδατογραφίες της εποχής που σώζονται στα Μουσεία, παρεχωρήθη ο Βυζαντινός Ναός του 11ου αιώνος της Αγίας Τριάδος επί της οδού Φιλελλήνων, ο οποίος τότε δεν χρησιμοποιείτο λόγω μεγάλου ρήγματος στο βορειανατολικό τμήμα του Ναού από βλήματα κατά την πολιορκία της Ακροπόλεως.
Ο Ναός αυτός προσέλκυσε το ενδιαφέρον των ρώσων  και από αρχαιολογικής απόψεως, γιαυτό τον προτίμησαν και τον ζήτησαν από τον Βασιλέα Όθωνα ο οποίος τον παρεχώρησε με βασιλικό διάταγμα το 1847.
Η αποκατάστασή του πραγματοποιήθηκε με χρήματα του Ρωσικού Κράτους και με φροντίδα του Αρχιμανδρίτη Αντωνίνου Καπούστιν, ενός σημαντικού προσώπου για το οποίο θα μπορούσε να γίνει ένα άλλο Συνέδριο με πολλές προεκτάσεις στην ρωσσική πολιτική στην Ελλάδα, την Μεσόγειο και την Παλαιστίνη.
Ο Ναός της Αγίας Τριάδος, ο οποίος είχε και την ονομασία «Σωτήρα του Λυκοδήμου» (δεν θα επεκταθούμε στα του Ναού γιατί αποτελεί άλλο μεγάλο θέμα για ανάλυση και περιγραφή)  σώζεται μέχρι σήμερα και λειτουργείται στην Σλαβονική γλώσσα χωρίς διακοπή, όπου και σήμερα εκκλησιάζονται πολλοί ρωσόφωνοι, ρώσοι και έλληνες.
Τα εγκαίνια του Ναού  μετά την αποκατάστασή του έγιναν το 1856 και έκτοτε αποτελούσε τον Ναό της Ρωσικής Αυτοκρατορικής Πρεσβείας στην Αθήνα.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση η Σοβιετική Πρεσβεία πλέον  διέκοψε κάθε σχέση με τον Ναό και έτσι επανήλθε στην δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, η οποία από ενδιαφέρον δια τους εναπομείναντες εν Αθήναις ρώσους αλλά και για τους ελληνικής καταγωγής εμιγκρέδες που καταδιωγμένοι έφτασαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, δεν διέκοψε την τέλεση της Θ. Λειτουργίας και των λοιπών ακολουθιών στην σλαβονική γλώσσα μέχρι σήμερα με μόνη την προσθήκη της αναγνώσεως του Αποστόλου και του Ευαγγελίου και στην Ελληνική για τους μη γνωρίζοντες την ρωσική γλώσσα εκκλησιαζομένους. 
Πέραν όμως αυτού του Ναού στην Αθήνα υπάρχει και ένας ακόμη Ναός στην περιοχή της Κυψέλης. Είναι ο παλαιός ή πρώτος Ναός της Αγίας Ζώνης ο οποίος σώζεται στην αυλή του σημερινού νέου και περικαλλούς Ναού της Αγίας Ζώνης.
Ο παλαιός αυτός Ναός ήταν ένα μικρό εκκλησάκι που καταστράφηκε στις πολεμικές συγκρούσεις με τους τούρκους κατά τον απελευθερωτικό μας αγώνα.
Η εκκλησία αυτή αναστυλώθηκε από τον τότε Πρέσβη της Αυτοκρατορικής Ρωσίας στην Ελλάδα Αλέξανδρο Όζερωφ και την σύζυγο του Όλγα, οι οποίοι είχαν την έπαυλή τους πλησίον του ναού αυτού.
Είναι γνωστό, ότι ο Πρέσβης αυτός και η σύζυγός του είχαν βαθειά ευσέβεια και αγάπη μεγάλη για την Ελλάδα και τους Έλληνες. ( Έχει σημασία αυτό γιατί πολλοί αγαπούν την Ελλάδα αλλά τους Έλληνες όχι).
Η αποκατάσταση του μικρού αυτού Ναού τελείωσε το 1857 και εξοπλίστηκε με ιερά σκεύη που ήρθαν από την Ρωσία.
Κοντά στην εκκλησία υπάρχει μαρμάρινος τάφος με την επιγραφή «Αλέξανδρος Όζερωφ, πρέσβης της Ρωσίας 1843, συλλέξας απέθετο οστά Ελλήνων ηρώων μαχητών1821-1829 πεσόντων  εις μάχας εν Γαλατσίω Αττικής υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Ο Ρώσος Πρέσβης ήταν από τους λίγους ξένους της νεαρής ελληνικής Πρωτεύουσας που τίμησε τους ήρωες της Επανάστασης με αυτόν τον τελετουργικό τρόπο.
Μέχρι λοιπόν την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 υπήρχε μία συνεργασία πολιτείας και Εκκλησίας πρωτοστατούσης πάντοτε και της, κατά κοινή ομολογία, ευσεβέστατης Ρωσίδας Βασιλίσσης των Ελλήνων Όλγας, την οποία υπεραγάπησε ο ελληνικός λαός, και διά το ότι ήταν ορθόδοξη και ευσεβής, αλλά και για το μεγάλο φιλανθρωπικό και ανθρωπιστικό έργο που ανέπτυξε στην τότε μικρή Ελλάδα, κυρίως δε το ενδιαφέρον της για τους ασθενείς και τους τραυματίες των Βαλκανικών πολέμων. (Είναι μεγάλο το κεφάλαιο Βασίλισσα Όλγα και θα χρειασθεί άλλο Συνέδριο).
Συμπαραστάτη της είχε πάντοτε τον τότε Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιο Οικονομίδη, ο οποίος σπούδασε  στην Ρωσία και την Ευρώπη και διετέλεσε και εφημέριος του Ελληνικού Ναού του Αγίου Δημητρίου στην Αγία Πετρούπολη (ο οποίος  κατεδαφίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του1960 κατά το δεύτερο κύμα διωγμών της Εκκλησίας από τον Νικήτα Χρουσώφ και στην θέση του οικοδομήθηκε Αίθουσα Συναυλιών που υπάρχει μέχρι σήμερα).
Στην περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν και τα ρωσικά Κοιμητήρια στο Ναβαρίνο, τον Πειραιά, την Θεσσαλονίκη, την Αλεξανδρούπολη και την Λήμνο.
Εδώ υπάρχει μια σκοτεινή σελίδα διότι το Ελληνικό Κράτος σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης δεν σεβάστηκε τις ιερές αυτές ταφές και έγιναν ενέργειες απαλλοτρίωσης του χώρου για  εκταφή των νεκρών και απόδοσης του χώρου για νέες ταφές, εκμεταλλευόμενοι την αδιαφορία της Σοβιετικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Τα δικαιώματα των νεκρών ρώσων, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν νεκροί αξιωματικοί και στρατιώτες του Τσαρικού Στρατού σε διάφορους πολέμους, υπερασπίσθηκε η ελληνορωσική Κοινότητα με επί κεφαλής την Εκκλησία και τον τότε προϊστάμενο του Ρωσικού Ναού  των Αθηνών και σημερινό Ηγούμενο της Μονής Παρακλήτου π. Τιμόθεο Σακκά.
Σήμερα την φροντίδα του Ρωσικού Κοιμητηρίου Πειραιώς έχει αναλάβει η εν Αθήναις Ρωσική Πρεσβεία.
Τα εκκλησιαστικά καθήκοντα εκτελεί τη αδεία και ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ ο σημερινός εφημέριος του εν Αθήναις Ναού της Αγίας Τριάδος οδού Φιλελλήνων π. Αλέξανδρος Νοσέβιτς.
Γενικά μετά από τόσα χρόνια και τόσες περιπέτειες οι σταγόνες του πρώτου κύματος της ρωσικής διασποράς στην Ελλάδα μαζεύονται εξαιρετικά δύσκολα.  Ανάμεσα στο πρώτο κύμα, που κατέκλεισε την Ελλάδα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 17 και το δεύτερο, μετά την διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης το 1993 δεν υπάρχει καμία συνοχή και καμία συνέχεια. Είναι δύο διαφορετικά κομμάτια που δεν συγκολλούνται.
Πολλά Αρχεία έχουν χαθεί, πολλά ονόματα έχουν ξεχασθεί, πολλά κτήρια δεν υπάρχουν πια και πολλές διευθύνσεις έχουν αλλάξει.
Ακόμα και οι απόγονοι των εμιγκρέδων του πρώτου κύματος με δυσκολία μπορούν να θυμηθούν κάτι από την «άλλη» ζωή των πατεράδων τους.

ΤΟ ΝΕΟ ΚΥΜΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ.

Αναφέραμε πιο πάνω ότι από το τέλος του 1980 και κυρίως από το 1993 και εντεύθεν, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως άρχισε το νέο κύμα μετανάστευσης από τις Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως. Στην ουσία πρόκειται για έλληνες της Ρωσίας, οι περισσότεροι Ποντιακής καταγωγής  εκτοπισμένους από τον Στάλιν στο Καζακστάν και άλλες περιοχές της ανατολικής Ρωσίας  και από έλληνες που κατέφυγαν στην Σοβιετική Ένωση μετά τον εμφύλιο στην Ελλάδα ένεκα των πολιτικών τους φρονημάτων, οι οποίοι προτίμησαν την παλιννόστησή τους στην Μητέρα Πατρίδα.
Όπως όμως και κατά το πρώτο κύμα μετανάστευσης οι άνθρωποι αυτοί γεννημένοι σχεδόν όλοι στην Σοβιετική Ένωση επέστρεψαν μεταφέροντας μεικτές  παραδόσεις. Και ελληνικές και ρωσικές. Και όπως συμβαίνει πάντα με τους πρόσφυγες η προσαρμογή σε ένα καινούργιο περιβάλλον με διαφορετικό τρόπο ζωής, έστω και αν θεωρούσαν την Ελλάδα Πατρίδα τους, ήταν πολύ δύσκολη.
Εγκαταστάθηκαν  σε διάφορα μέρη της Ελλάδος. Εκεί που το Ελληνικό Κράτος τους παραχώρησε γή ή εκεί που υπήρχαν πόλεις με έντονο το Ποντιακό στοιχείο.
Στο θέμα της θρησκείας παρουσιάστηκαν αμέσως προβλήματα διότι η Εκκλησία στην Ελλάδα  ανήκει στην παράδοση του νέου ημερολογίου και οι άνθρωποι αυτοί προήρχοντο από την Εκκλησία της Ρωσίας ή της Γεωργίας ή της Ουκρανίας κ.λ.π. που ανήκουν στην παράδοση του παλαιού ημερολογίου.
Η παρουσία σχισματικών παλαιοημερολογιτών στην Ελλάδα δυσχέραινε έτι περαιτέρω το πρόβλημα διότι εξ αγνοίας πολλοί εκ των παλιννοστούντων  λόγω του ημερολογίου κατάφευγαν στους σχισματικούς της Ελλάδος μη κατανοούντες την διαφορά.
Στην Ιερά Αρχιεπισκοπή υπήρχε ο Ρωσικός Ναός της Αγίας Τριάδος, ο οποίος λειτουργούσε μεν με την σλαβική γλώσσα όχι όμως και με το παλαιό ημερολόγιο.
Το πρόβλημα της ποιμαντικής αυτών των ανθρώπων ήταν μεγάλο αλλά όχι δυσεπίλυτο.
Την λύση έδωσε η ευλογία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Σεραφείμ, ο οποίος επέτρεψε την τέλεση της λατρείας στην Αθήνα με το παλαιό ημερολόγιο  μνημονεύοντας του ονόματός του.
Η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος οδού Αχαρνών και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με καταπληκτικά αποτελέσματα. Κύριο ρόλο στη διοργάνωση και δημιουργία της κοινότητας αυτής έπαιξε ο τότε αρχιμ. και σήμερα Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως κ. Προκόπιος που σπούδασε στη Ρωσία Θεολογία και γνωρίζει πολύ καλά ρωσικά και σλαβόνικα
Επίσης και εις τον Ναό της Αγίας Τριάδος οδού  Φιλελλήνων  οι μεγάλες δεσποτικές εορτές εορτάζονται και με το παλαιό ημερολόγιο.
Την πρακτική αυτή εφήρμοσαν  και άλλοι Μητροπολίτες, όπου υπήρχαν μεγάλες κοινότητες παλιννοστούντων κυρίως Ποντίων σε όλη την Ελλάδα.
Το αυτό έγινε και στην δική μου Επαρχία στην Περιοχή των Αχαρνών κοινώς Μενιδίου όπου με την αρωγή του Δήμου που παρεχώρησε το οικόπεδο, την συμπαράσταση της Μητροπόλεως  και την εν υπακοή στον οικείο Μητροπολίτη εμπνευσμένη και δυναμική εργασία του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γρηγορίου Πιγκάλωφ, ο οποίος ήρθε από την Γεωργία με την ποντιακής καταγωγής σύζυγό του και την λοιπή οικογένειά του, εγκαταστάθηκε στο Μενίδι και επιτελεί ένα μεγάλο ποιμαντικό έργο για το οποίο καυχάται η Επαρχία μας.
Ήδη  ο θεμελιωθείς Ναός της Παναγίας Σουμελά στο Μενίδι έχει ανεγερθεί και ευρίσκεται σε στάδιο πλήρους αποπερατώσεως.
Παρόμοιο ποιμαντικό έργο επιτελείται και στην Βόρεια Ελλάδα στην Ι. Μητρόπολη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως όπου και εκεί υπάρχει σλαβόφωνη ενορία και σε άλλα σημεία της δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (πρόσφατα στην Αλεξανδρούπολη).
Τα Ιερά Προσκυνήματα, το Άγιον Όρος, οι Αποστολικοί Τόποι και οι Θαυματουργές Εικόνες της Εκκλησίας μας προσελκύουν  χιλιάδες προσκυνητές από την Ρωσία και άλλες ορθόδοξες αδελφές Εκκλησίες, μέσα στα πλαίσια του λεγομένου προσκυνηματικού τουρισμού και γι’αυτόν τον λόγο πολλοί Αδελφοί Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος δραστηριοποιούνται καταλλήλως για να δύνανται οι Ορθόδοξοι ρωσόφωνοι επισκέπτες μας να ζουν μέσα στην πνευματικότητα και την αγιαστική Χάρη που μεταδίδουν οι Άγιοι Τόποι της Χώρας και της Εκκλησίας μας.
Προσφιλείς προορισμοί εκτός του Αγίου Όρους αποτελούν τα Άγια Μετέωρα, ο Άγιος Ανδρέας Πατρών, ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος στην Εύβοια, ο Άγιος Σπυρίδων στην Κέρκυρα, ο Άγιος Νεκτάριος στην Αίγινα, η Παναγία της Τήνου, ο Άρειος Πάγος των Αθηνών, η Κόρινθος, ο Άγιος Δημήτριος Θεσσαλονίκης και πολλά άλλα σημεία.
Το ευχάριστο είναι, ότι η πνευματική ωφέλεια είναι αντίστροφη διότι κι εμείς οι Έλληνες αποκτούμε και αποκτήσαμε γνωριμία με πολλούς Αγίους που προέρχονται από άλλες αδελφές μας Εκκλησίες και κυρίως από την Ορθόδοξη Ρωσία και οι οποίοι είναι πολύ δημοφιλείς στον τόπο μας, όπως ο Άγιος Λουκάς ο ιατρός Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας, ο Άγιος Σεραφείμ Σαρόφσκυ, ή Αγία Ματρόνα η αόμματος και άφησα τελευταίο ιδιαιτέρως να αναφέρω τον Όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη  στον οποίο αφιερώθηκε αυτό το Συνέδριο και όλες οι λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν του.
Πράγματι το πνευματικό κέρδος είναι τεράστιο διότι με τέτοιες πρωτοβουλίες η γνωριμία μας με τους Αγίους γίνεται πιο ουσιαστική, τα αισθήματα αγάπης μεταξύ των χριστιανών όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών γίνονται πιο ισχυρά, οι σχέσεις των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών γίνονται πιο δεμένες και αυτό είναι μια μεγάλη ευλογία που διατηρεί την Ενότητα των Ορθοδόξων αρραγή.
Τα λέγω αυτά κλείνοντας την συνοπτική αυτή εισήγησή μου διότι τις τελευταίες ημέρες ζούμε μία περίεργη απειλή διασπάσεως της Ορθοδόξου Ενότητος με αφορμή δικαιοδοσιακά θέματα και ας ευχηθούμε όλοι και ας παρακαλέσουμε ολοψύχως τον Όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη να μας φωτίσει όλους, ώστε να ξεπερασθούν οι διαφωνίες, οι παρεξηγήσεις και οι ανταγωνισμοί για να επιστρέψουμε στην ειρήνη της έν Χριστώ Ιησού αγάπης και ενότητας προς σωτηρία των ψυχών μας.
Ευχαριστώ τους διοργανωτές του Συνεδρίου για την τιμή που μου έκαναν να με καλέσουν και όλους εσάς που είχατε την υπομονή να με ακούσετε.